- γλαφυρότητι
- γλαφυρίαelegancefem dat sgγλαφυρότηςsubtletyfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικομψεύω — ἐπικομψεύω (Α) [κομψεύω] κάνω κάτι κομψό, φροντίζω κάτι επιμελώς, τό καλλωπίζω («τοὺς γλαφυρότητι λέξεων τὸν λόγον ἐπικομψεύοντας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek